ηνεκεως

ηνεκεως
    ἠνεκέως
    непрерывно, сплошь Emped.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ηνεκεως" в других словарях:

  • ἠνεκέως — ἠνεκής bearing onwards adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηνεκής — ἠνεκής, ές (Α) 1. αυτός που φέρει, που οδηγεί μπροστά, που εκτείνεται μακριά 2. εκτεταμένος, πλατύς, μακρύς 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠνεκές χωρίς διακοπή, συνεχώς. επίρρ... ἠνεκέως (Α) αδιάκοπα, συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διηνεκής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»